- κιθαρῳδικῆς
- κιθαρῳδικόςoffem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βοιώτιος — βοιώτιος, α, ον (Α) 1. ο βοιωτικός 2. ο βλάκας 3. φρ. α) «βοιώτιον μέλος» άτεχνη μελωδία 6) «βοιώτιον ὗς» γουρούνι της Βοιωτίας, λαίμαργος, κοιλιόδουλος δ) «βοιώτιος νόμος» είδος κιθαρωδικής μελωδίας … Dictionary of Greek
κιθαρωδικός — κιθαρῳδικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κιθαρωδία («κιθαρῳδικῆς ᾠδῆς», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαρωδική η κιθαρωδία, η κιθαριστική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιθαρῳδός, ή < κιθαρῳδία] … Dictionary of Greek